προσκαλούμαι

προσκαλούμαι
προσκαλούμαι, προσκλήθηκα, προσκαλεσμένος και προσκεκλημένος βλ. πίν. 163

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκαλοῦμαι — προσκαλέω call on pres ind mp 1st sg (attic epic doric) προσκαλέω call on fut ind mid 1st sg (attic epic doric) προσκαλέω call on pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραλαμβάνω — Α [παραλαμβάνω] 1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό 2. λαμβάνω υπ όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω 3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • взывати — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. 1) восклицать, возглашать, громко говорить; 2) (καλέω)… …   Словарь церковнославянского языка

  • αλληλοπροσκαλούμαι — ( έομαι) και καλιέμαι προσκαλούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προσκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προσκαλώ ( ούμαι και ιέμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοπρόσκληση] …   Dictionary of Greek

  • κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …   Dictionary of Greek

  • καλούμαι — 1 καλέστηκα, καλεσμένος βλ. πίν. 78 2 κλήθηκα βλ. πίν. 163 Σημειώσεις: καλούμαι : οι τύποι καλέστηκα (να καλεστώ κτλ.) και καλεσμένος χρησιμοποιούνται κυρίως με την έννοια → προσκαλούμαι, ενώ οι τύποι κλήθηκα (να κληθώ κτλ.) με την έννοια → μου… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”